ὥρμησαν

ὥρμησαν
ὁρμάω
set in motion
imperf ind act 3rd pl
ὁρμάω
set in motion
aor ind act 3rd pl (attic ionic)
ὁρμέω
to be moored
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ημιμόχθηρος — ἡμιμόχθηρος, ον (Α) αυτός που είναι εν μέρει μοχθηρός, μισοάδικος, μισόκακος («ὥρμησαν δὲ ἐπὶ τὰ ἄδικα ἀδικίᾳ ἡμιμόχθηροι ὄντες» ρίχτηκαν στις αδικίες, ενώ ήταν μισοάδικοι, Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • κλαγγή — η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί) 1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ. β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)… …   Dictionary of Greek

  • ορμώ — (I) (Α ὁρμῶ, άω) [ορμή] 1. κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, ρίχνομαι, χυμώ, εφορμώ, επιτίθεμαι (α. «όρμησε να τόν χτυπήσει» β. «ὥρμησαν ἁμιλλᾱσθαι ἐπὶ τὸ ἄκρον» γ. «όρμησε στη μάχη» δ. «ἐς ἀγῶνα τὸνδ ἔνοπλος ὁρμᾷ», Ευρ.) νεοελλ. (μέσ. και παθ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”